- ξυράφι
- ξυράφι, το και ξουράφι, το1. ξυριστική λεπίδα.2. μτφ., άνθρωπος έξυπνος, πνεύμα οξύ: Έχει μυαλό ξυράφι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… … Dictionary of Greek
ξυραφιά — και ξουραφιά, η [ξυράφι] κόψιμο με ξυράφι, αμυχή από ξυράφι … Dictionary of Greek
ξυροφορώ — ξυροφορῶ, έω (Α) έχω μαζί μου ξυράφι, κρατώ ξυράφι («σὺ μέντοι ξυροφορεῑς ἑκάστοτε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ] … Dictionary of Greek
γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… … Dictionary of Greek
ξυρίς — ξυρίς, ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α) 1. είδος τού φυτού ίρις, τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι 2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες καμπάγια,… … Dictionary of Greek
ξυρόν — ξυρόν, τὸ (Α) 1. ξυράφι 2. μάχαιρα με την οποία αποκεφαλίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο 3. (κατά τον Ησύχ.) «τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ» 4. παροιμ. φρ. «ἐπὶ ξυροῡ (ἀκμῆς)» α) σε κρίσιμο σημείο, σε μεγάλο κίνδυνο, στην κόψη τού ξυραφιού β)… … Dictionary of Greek
ξυρότμητος — ξυρότμητος, ον (Α) (για στάχυ) αυτός που έχει κοπεί με ξυράφι, με δρεπάνι, ο θερισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + τμητός (< τέμνω), πρβλ. μοριό τμητος] … Dictionary of Greek
υποξυρώ — άω και έω, ΜΑ μσν. ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφι αρχ. 1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, άομαι ξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένος ξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)] … Dictionary of Greek
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
απόξυρος — ἀπόξυρος, ον (Α) απότομος, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»] … Dictionary of Greek